- ἐρεισμός
- ἐρ-εισμός, ὁ,=foreg.1, Aq.Is.3.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεισμός — ἐρεισμός, ὁ (Α) [ερείδω] το έρεισμα, το στήριγμα, η υποστήριξη («ἔρεισμα καὶ ἐρεισμόν», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ἐρεισμοῖς — ἐρεισμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεισμόν — ἐρεισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)